Άρθρο 1 - Ορισμοί

  1. Οι διατάξεις του Κανονισμού κυκλοφορίας και ελιγμών αποβλέπουν αφενός στην ασφάλεια προσώπων και του τροχαίου υλικού που βρίσκονται επί των σιδηροδρομικών γραμμών σε κίνηση ή σε στάση και αφετέρου στην επίτευξη της εκτέλεσης των μεταφορών που έχουν αναληφθεί, εντός ορισμένων προθεσμιών και σε ορισμένες ώρες.

  2. Κύρια γραμμή είναι η γραμμή επί της οποίας κινούνται οι αμαξοστοιχίες κατά τη μετάβαση τους από σταθμό σε σταθμό και κατά τη διέλευση τους από τους σταθμούς. Η κυρία γραμμή δύναται να είναι:

    α) μονή, δηλαδή μία μόνο γραμμή που εκτείνεται μεταξύ διαδοχικών σταθμών και εντός αυτών ή

    β) διπλή, αποτελούμενη από ζεύγος γραμμών που εκτείνονται μεταξύ διαδοχικών σταθμών και εντός αυτών και σε καθεμία από αυτές η κίνηση των αμαξοστοιχιών γίνεται, κατά κανόνα, κατά μία μόνο σταθερή κατεύθυνση. Το εκτός της περιοχής του σταθμού τμήμα της κύριας γραμμής καλείται «ανοικτή γραμμή».

  3. Σταθμός είναι η σιδηροδρομική εγκατάσταση που διαθέτει μία ή περισσότερες γραμμές, που συνδέονται με την κύρια γραμμή με μία τουλάχιστον αλλαγή τροχιάς, εξοπλισμένη και ειδικά καθορισμένη για την εξασφάλιση των αναγκαίων διαδικασιών κυκλοφορίας (ειδικότερα διασταυρώσεις ή υπερβάσεις αμαξοστοιχιών) και εκπληρώνει τους εμπορικούς σκοπούς του σιδηροδρόμου. Οι σταθμοί συνδέονται μεταξύ τους με τηλεπικοινωνιακό μέσο με σκοπό τη διεξαγωγή των συνεννοήσεων για την ασφάλεια της κυκλοφορίας.

    Ως περιοχή σταθμού ορίζεται το τμήμα των εγκαταστάσεων του σταθμού που βρίσκεται μεταξύ των κύριων σημάτων κάλυψης του, τα οποία απευθύνονται προς κάθε διεύθυνση κυκλοφορίας.

    Περαιτέρω, προς διάκριση της κατάστασης ενός σταθμού από άποψη συμμετοχής στην κυκλοφορία, δίνονται οι παρακάτω ορισμοί:

    Ανοικτός σταθμός καλείται ο στελεχωμένος σταθμός σε κανονική λειτουργία. Αναλυτικότερα, ο ανοικτός σταθμός διακρίνεται στα εξής:

    α. Εν υπηρεσία (ή εν ενεργεία ή ενεργός) εφόσον εξασφαλίζει υπηρεσία με Σταθμαρχη.

    β. Σε αργία εφόσον βρίσκεται σε διακοπή ή διάλειμμα υπηρεσίας.

    Κλειστός σταθμός καλείται ο επ' αόριστον εκτός λειτουργίας και μη στελεχωμένος σταθμός.

    Οι εξοπλισμένοι με Εγκατάσταση Ηλεκτρικής Σηματοδότησης και Ασφαλείας (Ε.Η.Σ.Α.) σταθμοί τμήματος γραμμής, που υπάγονται σε Κεντρικό Έλεγχο Κυκλοφορίας (Κ.Ε.Κ.) θεωρούνται ενεργοί ανεξάρτητα από την παρουσία Σταθμαρχη, του οποίου τις αρμοδιότητες για την κυκλοφορία επωμίζεται κανονικά ο Κεντρικός Χειριστής (Κ.Χ.) του τμήματος.

  4. Ως στάσεις χαρακτηρίζονται οι εγκαταστάσεις που δεν διαθέτουν επιπρόσθετες γραμμές πλέον της κύριας γραμμής, στις οποίες δύνανται να σταθμεύουν οι αμαξοστοιχίες για την εξυπηρέτηση της επιβατικής και της εμπορικής κίνησης. Με διαταγή δύναται να επιτραπεί υπό ειδικούς όρους η εξασφάλιση κυκλοφοριακής διαδικασίας στις οριζόμενες στάσεις.

  1. Με τον όρο Τμήμα Κυκλοφορίας χαρακτηρίζεται τμήμα του Δικτύου που περιλαμβάνει σειρά διαδοχικών σταθμών, οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία κυκλοφορίας ενός από τους σταθμούς του τμήματος, ο οποίος ονομάζεται πρωτεύων σταθμός και είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση μερικών κυκλοφοριακών διατυπώσεων και διαδικασιών κατά τον παρόντα Κανονισμό.

Ο πρωτεύων σταθμός πρέπει κατ' αρχήν να έχει συνεχή υπηρεσία καθ' όλο το 24ωρο και δυνατότητα απευθείας επικοινωνίας μέσω υπηρεσιακού τηλεπικοινωνιακού μέσου με καθένα σταθμό του τμήματος του (ξεχωριστά ή συνολικά) και με τους εκατέρωθεν πρωτεύοντες σταθμούς.

Ένα τμήμα θεωρείται ότι εκκινεί από τον ακραίο σταθμό του από τον οποίο μία αμαξοστοιχία με ορισμένη διεύθυνση εισέρχεται σε αυτό (ο οποίος ονομάζεται αρχικός σταθμός του τμήματος ως προς τη διεύθυνση αυτή) και τελειώνει στον άλλο ακραίο σταθμό του από τον οποίο η αμαξοστοιχία εξέρχεται από το τμήμα (καλούμενος τελικός σταθμός του τμήματος). Ο τελικός σταθμός ενός τμήματος είναι συγχρόνως αρχικός του επομένου, κατά τη δοσμένη διεύθυνση κυκλοφορίας τμήματος.

Με διαταγή ορίζονται τα τμήματα κυκλοφορίας του Δικτύου και ο Πρωτεύων σταθμός του καθενός.

  1. Με τον όρο τμήμα αποκλεισμού (Τ.Α.) χαρακτηρίζεται τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής στο οποίο επιτρέπεται η είσοδος αμαξοστοιχίας μόνο όταν αυτό είναι ελεύθερο από οποιοδήποτε όχημα (εξαίρεση μπορεί να υπάρξει για ειδικές κυκλοφορίες, όπως π.χ. για κυκλοφορία Μ.Ο. ή για κυκλοφορία αμαξοστοιχιών έργων σε εργοτάξιο, με όρους που καθορίζονται σε ειδικά παραρτήματα).

  2. α. Θέσεις αποκλεισμού χαρακτηρίζονται οι σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις που ορίζουν τα άκρα ενός Τ.Α. Ως θέσεις αποκλεισμού μπορούν να οριστούν σταθμοί ή και σημεία της ανοικτής γραμμής (π.χ. θέσεις, διακλαδώσεις, στάσεις, κτλ).

β. Θέσεις αυτόματου αποκλεισμού χαρακτηρίζονται οι θέσεις αποκλεισμού της ανοικτής γραμμής με σήματα, που λειτουργούν αυτόματα μέσω της επενέργειας της κυκλοφορίας.

  1. Κενή

  2. Με τον όρο αμαξοστοιχία χαρακτηρίζεται αδιακρίτως, είτε άθροισμα οχημάτων συνδεδεμένων μεταξύ τους και με κινητήριο όχημα, είτε και κάθε μεμονωμένο κινητήριο όχημα, τα οποία παρελήφθησαν από το πλήρωμα των αμαξοστοιχιών και τα οποία πρόκειται να κινηθούν ή κινούνται επί της κύριας γραμμής μέχρι να παραδοθούν από το πλήρωμα των αμαξοστοιχιών στον προορισμό τους.

  3. Με τον όρο κυκλοφορία χαρακτηρίζεται η κίνηση των αμαξοστοιχιών επί της κύριας γραμμής και η είσοδος, διέλευση και έξοδος αυτών από την περιοχή των Σταθμών.

  4. Με τον όρο ελιγμός χαρακτηρίζεται κάθε κίνηση οχήματος ή κινητήριας μονάδας ή σύνθεσης οχημάτων και κινητήριων μονάδων επί των γραμμών οποιουδήποτε Σταθμού ή Στάσης, με σκοπό τον σχηματισμό, την τροποποίηση και τον αποσχηματισμό των συνθέσεων των αμαξοστοιχιών, τη μετατόπιση τροχαίου υλικού, τμημάτων συνθέσεων αμαξοστοιχιών ή ολόκληρων αμαξοστοιχιών.

  1. Με τον όρο Σταθμάρχης χαρακτηρίζεται ο υπάλληλος εν υπηρεσία σε κάποιον σταθμό, ο οποίος ευθύνεται για την ασφάλεια της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών και δύναται να επιτρέψει την αναχώρηση ή την ελεύθερη διέλευση τους από τον Σταθμό. Ο Σταθμάρχης φέρει το σήμα όπως ορίζεται από τον Κανονισμό Σημάτων.

Με τον όρο Κεντρικός Χειριστής (Κ.Χ.) χαρακτηρίζεται ο Σταθμάρχης που βρίσκεται σε υπηρεσία σε θέση κατάλληλα εξοπλισμένη για την εξασφάλιση της κυκλοφορίας σε ομάδα σταθμών, στους οποίους δεν απαιτείται η παρουσία τοπικού Σταθμάρχη. Η θέση αυτή χαρακτηρίζεται ως «Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας» και διαθέτει όλα τα μέσα που απαιτούνται για τον τηλεχειρισμό και τον τηλεελεγχο των εγκαταστάσεων ασφαλείας των εξαρτημένων σταθμών, όπως και για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών στο εξαρτημένο τμήμα κυκλοφορίας.

Ο Κεντρικός Χειριστής έχει, όσον αφορά την υπηρεσία της κυκλοφορίας στο τμήμα που ελέγχεται από το ΚΕΚ, όλες τις αρμοδιότητες του Ρυθμιστή Κυκλοφορίας.

  1. Με τους όρους δεξιά και αριστερά ορίζονται:

    α. προκειμένου περί αμαξοστοιχιών, η δεξιά ή αριστερή πλευρά της αμαξοστοιχίας ως προς παρατηρητή που κοιτάζει προς τη φορά της κίνησης αυτής.

    β. προκειμένου περί ελιγμών με κινητήρια μονάδα, η πλευρά της κινητήριας μονάδας προς την οποία βρίσκεται ο Μηχανοδηγός ορίζεται ως δεξιά και η αντίθετη ως αριστερή.

    γ. προκειμένου περί της γραμμής, το δεξιό ή αριστερό μέρος αυτής, ως προς παρατηρητή που κοιτάζει προς τη φορά χιλιομέτρησης.

  2. Υπό την έννοια του παρόντος δεν θεωρούνται ως επιβάτες οι υπάλληλοι που ταξιδεύουν για λόγους υπηρεσίας, οι εκτελούντες υπηρεσία εντός των αμαξοστοιχιών και οι συνοδοί αποστολών γενικά οι οποίοι ταξιδεύουν με οποιαδήποτε αμαξοστοιχία.

  3. Όταν στον παρόντα κανονισμό δεν καθορίζεται ο τρόπος των αμοιβαίων ειδοποιήσεων ή συνεννοήσεων των υπαλλήλων, αυτές μπορούν να γίνονται ή εγγράφως (μέσω τηλεγραφημάτων) ή προφορικά (και με το τηλέφωνο).

  4. Όταν στον παρόντα κανονισμό καθορίζεται ο τύπος των έγγραφων ή τηλεγραφικών συνεννοήσεων των υπαλλήλων, απαγορεύεται η τροποποίηση του τύπου αυτού.

  1. δις. Για κάθε δραστηριότητα της υποδομής (Κυκλοφορίας/Διανομής, Γραμμής, Ηλεκτροκίνησης, Σηματοδότησης, Τηλεπικοινωνιών), ως Κεντρική Υπηρεσία ορίζεται η υπηρεσιακή μονάδα βαθμίδας τουλάχιστον υπηρεσίας ή και ανώτερης, η οποία προΐσταται των κατά τόπους τμημάτων Κυκλοφορίας/Διανομής, Γραμμής κ.ο.κ. Οι εκδιδόμενες από την Κεντρική Υπηρεσία έγγραφες εντολές και οδηγίες προς τα τμήματα της και το προσωπικό τους καλούνται στον παρόντα κανονισμό Διαταγές ή και Εγκύκλιοι.